παρέταξα

παρέταξα
παρατάσσω
place
aor ind act 1st sg
παρετάζω
examine
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρατάσσω — παρέταξα, παρατάχτηκα, παραταγμένος 1. βάζω στη γραμμή, αραδιάζω: Οι μαθητές παρατάχτηκαν σε δυο γραμμές. 2. μτφ., προβάλλω, παραθέτω, λέω, διατυπώνω: Παρέταξε ένα σωρό επιχειρήματα, για να θεμελιώσει την άποψή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατάσσω — παρατάσσω, παρέταξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”